διαχωρίσῃ

διαχωρίσῃ
διαχωρίσηι , διαχώρισις
separation
fem dat sg (epic)
διαχωρίζω
separate
aor subj mid 2nd sg
διαχωρίζω
separate
aor subj act 3rd sg
διαχωρίζω
separate
fut ind mid 2nd sg
διαχωρίζω
separate
aor subj mid 2nd sg
διαχωρίζω
separate
aor subj act 3rd sg
διαχωρίζω
separate
fut ind mid 2nd sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • διαχώριση — η (Α διαχώρησις) και διαχωρισμός, ο (ΑΝ) χωρισμός, διάκριση, διαστολή …   Dictionary of Greek

  • αβγό — (γράφεται και αυγό). Ο τύπος α. προέρχεται από το μεσαιωνικό αβγόν και αυτό από το αρχαίο ωόν.Ο Γ. Χατζηδάκις αναφέρει σχετικά με τις φωνητικές εξελίξεις του νεότερου από το αρχαίο, τα εξής: από τον πληθυντικό του αρχαίου τα ωά προκύπτει ο τύπος… …   Dictionary of Greek

  • διαχωρισμός — ο (ΑΝ) η διαχώριση* …   Dictionary of Greek

  • υποδιάζευξις — εύξεως, ἡ, Μ μερική διαχώριση, διάκριση («ἡ διὰ πασῶν συμφωνία, ἥτις καὶ ὑποδιάζευξις λέγεται βαρυτέρα», Παχυμ. Γ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπ(ο) * + διάζευξις «διάκριση, διαφοροποίηση»] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”